Ματωμένα ακόρντα


Με
αργά και βαριά βήματα πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά. Ντυμένος με το αγαπημένο του μαύρο κουστούμι προχωρούσε μέσα στη νύχτα. Το χέρι του κρατούσε τόσο σφικτά τον χαρτοφύλακα που άφησε τα σημάδια επάνω στο δερμάτινο χερούλι. Κάτι μέσα του ένιωθε ότι θα είναι η τελευταία φορά που θα μπορούσε να απλώσει τα συναισθήματα του επάνω στα πλήκτρα και αυτό τον έκανε ακόμα πιο νευρικό.
Πιο
κάτω στο δάσος συναντήθηκε με την Μάριαν. Μια κοπέλα μετρίου αναστήματος με ώμους προς τα πίσω και ορθό ανάστημα το οποίο μαρτυρούσε ότι της άρεσε ο χορός. Ντυμένη και αυτή με την αγαπημένη της στολή μέσα στο κατάλευκο τούλι και το ροζ κορμάκι προχώρησαν προς το ξέφωτο.
Ένα
σημείο στο δάσος όπου η αποχή των δέντρων σχημάτιζε ένα αμφιθέατρο κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι. Στο πιάνο του Γουλιέλμου έλαμπε το φεγγάρι και φωσφόριζαν όλα τα πλήκτρα. Προχώρησαν και πλησίασαν το πιάνο. Πιάσανε με ευλάβεια το καπάκι της ουράς του πιάνου και το σηκώσανε. Έτσι του άρεσε να παίζει και εκείνη λάτρευε να βλέπει το πως τα σφυράκια χτυπούσαν τις χορδές.
Κάθισε
στο πιάνο του και άρχισε να ζεσταίνει τα δάκτυλά του ενώ εκείνη έδενε τις κορδέλες από τα ροζ παπούτσια της επάνω στις καλλίγραμμες γάμπες της. Τίποτα δεν παρέμβαινε στην σιωπή των δύο, Μόνο η αστροφεγγιά. Άνοιξε τον ακριβό του χαρτοφύλακα και έβγαλε τις παρτιτούρες.
Σιγά
σιγά πίεσε τα πρώτα πλήκτρα. Δυσκολευόταν στην αρχή και ο ήχος ήταν ελάχιστος. Απογοητεύτηκε και έσκυψε το πρόσωπο του. Στους ώμους του ένιωσε τα χέρια της Μάριαν να τον ακουμπάν και σιγά σιγά να τον αγκαλιάζουν. 

"Σαν να είναι η τελευταία φορά" 

του είπε και απομακρύνθηκε ξανά πέρνοντας και πάλι τη δική της στάση.
Ο
Γουλιέλμος της χαμογέλασε, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να πιέζει αργά μία μία τις νότες. Ένα ελαφρύ αεράκι κούνησε τα μαλλιά του καθώς εκείνος ολοένα και περισσότερο σκιαγραφούσε στο μυαλό του "εκείνη" που τον έκανε να γράψει αυτή τη μελωδία. 
Ναι 
την έχει τώρα μπροστά του και δε χρειάζεται τις παρτιτούρες. Της μιλάει με τα μάτια του και εκείνη κάθεται σε μια γωνιά και ακούει τις νότες και πιο πέρα βλέπει την Μάριαν να χορεύει στο ρυθμό του. Το βλέμμα του κοιτάζει την Μάριαν επίμονα χωρίς να ξέρει το γιατί καθώς μες στη νύχτα πρώτη φορά μπορεί να διακρίνει τόσο έντονα τις φιγούρες της.
Ο
ήχος γινόταν όλο και πιο δυνατός αλλά από την ματιά του ξάφνου χάθηκε "εκείνη". Έφυγε πιο πέρα και του έφερε στα πόδια του όλες τις αναμνήσεις που πέρασαν μαζί.

"Τη κάθε στιγμή αγάπης που για εκείνη προσπαθούσε να της μάθει τη λέξη "εμείς" όταν εκείνη δε μπορούσε να επενδύσει στο "εγώ" της."

Αναρωτιόταν γιατί του έδειχνε αυτά αλλά συνέχιζε να παίζει στο ρυθμό του "εμείς". Εκείνη και πάλι του έδειχνε το πως εκείνος την βοηθούσε να σηκωθεί όταν έσπαγε τα μούτρα της αμέτρητες φορές από την ματαιοδοξία της μέσα στα σκοτεινά σημεία της ψυχής της αναζητώντας το "εγώ" της.
Τα
έχασε όμως για λίγο ο Γουλιέλμος αλλά και πάλι συνέχισε να παίζει. Του έδειχνε στιγμές τρυφερές μεταξύ τους ενώ αυτουνού τα μάτια άρχισαν να αφήνουν δάκρυα προσπαθώντας να την αγγίξουν χωρίς να σταματήσει η μελωδία. "Εκείνη" συνέχισε με γοργό ρυθμό να του πετάει αναμνήσεις οι οποίες του πλήγωναν το δέρμα σα κοφτερά μαχαίρια. Η Μάριαν έτρεξε να την σταματήσει. Η ψυχρότητα "εκείνης" σήκωσε αμέσως ένα ψηλό τοίχο ανάμεσα τους. Οι αναμνήσεις γίναν πολλές και η μία πίσω από την άλλη ξέσκιζαν το δέρμα του Γουλιέλμου. 
Εκείνος
όμως δε σταμάτησε να παίζει. Η αγάπη του είναι αυτή που του δείχνει τις νότες ακόμα και μέσα από τα μάτια του τα οποία θόλωσαν από το αίμα και τα δάκρυα. 
Το 
άλλοτε καθαρό του το σακάκι τώρα γέμισε αίματα και σκισίματα από τις αναμνήσεις τις οποίες "εκείνη" τις είχε ντύσει στις άκρες με μεγάλη μαεστρία με κοφτερά πετράδια και δηλητήριο.
Το δέρμα του άρχισε να απορροφά το δηλητήριο και ολοένα έδειχνε τα σημάδια του και περισσότερο καθώς το αίμα δεν μπορούσε να σταματήσει. Πιο πέρα η Μάριαν πάλευε με δύναμη και μανία καθώς προσπαθούσε να πλησιάσει τον Γουλιέλμο.
"Σ'αγαπώ"
φώναξε σε "εκείνη" με όλη του τη δύναμη καλύπτοντας την ένταση της μουσικής του. 

"Σε αγαπώ γιατί θέλεις να με σκοτώσεις;"

"Δε 
θέλω να σε σκοτώσω, θέλω να σε πληγώσω. Θέλω να σε πληγώσω, έτσι, γιατί κανείς δε μου έμαθε να αγαπώ", "εκείνη" όμως έβλεπε τον Γουλιέλμο να μη το βάζει κάτω και να συνεχίζει να παίζει τη μελωδία και ο θυμός της γέμισε σύννεφα τον ουρανό ολάκερο. Ο Γουλιέλμος της είπε με φωνή τρεμάμενη από το κλάμα "Αγάπη είναι να αντέχεις τις πληγές του άλλου. Δε θα σταματήσω να σε αγαπώ και να απελευθερώνω τις νότες μας μέχρι να σε γιάνουν" πιέζοντας ακόμα περισσότερο τα πλήκτρα για να της δείξει την πραγματική του αγάπη.
Ξαφνικά
τα πλήκτρα του πιάνου μετατράπηκαν σε γυαλιστερά, λεπτά, ξυράφια. Η Μάριαν σάστισε, όχι για πολύ καθώς ξεκίνησε να του φωνάζει του να μη συνεχίσει να πατάει τα πλήκτρα. Ο Γουλιέλμος όμως δεν την άκουσε και συνέχισε να πατάει με δύναμη τις χορδές του πιάνου μόνο που αυτή τη φορά τα δάκτυλα του ερχόντουσαν σε επαφή με κοφτερές λάμες καθώς άρχιζαν να γεμίζουν αίματα και χαρακιές. Το μέταλλο σταμάτησε να γυαλίζει και το αίμα έφευγε προς κάθε κατεύθυνση από τις άκρες των δακτύλων του. "Εκείνη" πάγωσε και εξαφανίστηκε όταν κατάλαβε ότι με τίποτα δε μπορούσε να τον κάνει να σταματήσει. Μαζί με "εκείνη" εξαφανίστηκε και αυτό που έκανε τη Μάριαν να μη μπορεί να κουνηθεί. 
Έτρεξε
δίπλα του μόνο που τώρα το κατάλευκο της τούλι είχε παντού αίματα. Τον αγκάλιασε τρυφερά καθώς τα δάκρυα της ξέπλεναν το αίμα από τα μάτια και το πρόσωπο του. Το πρόσωπο της Μάριαν αγνώριστο πλέον του έδινε κουράγιο ξαπλώνοντας τον στο μαλακό χώμα. Έβγαλε το μαντήλι του από τον χαρτοφύλακα στο οποίο είχε ραμμένα τα αρχικά του και σκούπισε όλες τις πληγές του. Όμως τα σημάδια ήταν φρικτά και ο πόνος αφόρητος. 
Σηκώθηκε
και μάζεψε τις παρτιτούρες του οι οποίες είχαν σκορπιστεί ολόγυρα.Κάθισε στη θέση του Γουλιέλμου και άρχισε να παίζει τις νότες μία μία. Η Μάριαν δεν είχε πει στον Γουλιέλμο ότι μπορούσε να παίξει πιάνο αλλά ούτε ότι έπαιζε κρυφά τις νότες που εκείνος έγραψε με τόσο αγάπη. Ο ρυθμός της γινόταν όλο και πιο μελωδικός και γέμιζε το ξέφωτο και πάλι αγάπη και συναισθήματα. 
Από 
το χώμα άρχισαν να βγαίνουν νότες οι οποίες πριν ενώ ήταν βαμμένες κόκκινες τώρα ήταν πιο καθαρές από ποτέ. Μία μία νότα της Μάριαν πήγαινε επάνω στις πληγές του Γουλιέλμου και έκλεινε ένα μέρος.
Το 
πρόσωπο της Μάριαν βλέποντας αυτό, χαμογέλασε και πάλι. Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να παίζει το ρυθμό του Γουλιέλμου, όσο ο χρόνος θα γιάτρευε όλες τις πληγές με τις νότες τις. Η αγάπη της μέσα από τις νότες θα του έδινε ξανά και πάλι την δύναμη στα δάκτυλα να γράψει νέες νότες, πιο αγαπητές, πιο δυνατές, πιο εκκωφαντικά καθαρές.


Ναπολέων...